- βυζαστής
- και βυζαχτής, ο1. αυτός που του αρέσει να θηλάζει2. όποιος απομυζά την περιουσία άλλων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βυζαστής < εβύζασα, αόρ. του ρ. βυζαίνω, ο δε τ. βυζαχτής < εβύζαξα, αόρ. του βυζαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιγοβυζάστακας — ο η αιγοβυζάστρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίγα + βυζάστακας < βυζαστής < βυζαίνω)] … Dictionary of Greek
βυζαστάρι — το [βυζαστής] 1. το βρέφος που θηλάζει ακόμη 2. νεογνό ζώου, νεογέννητο αρνί ή κατσίκι 3. άνθρωπος ανόητος … Dictionary of Greek